απόκαμα

απόκαμα
το (AM ἀπόκαυμα)
το αποκαΐδι*
αρχ.-μσν.
1. το έγκαυμα
2. η χιονίστρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απόκαυμα — το βλ. απόκαμα …   Dictionary of Greek

  • αποκάνω — αποκάνω, απόκανα και απόκαμα, αποκαμωμένος βλ. πίν. 164 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”